μεγεθύνει

μεγεθύνει
μεγεθύ̱νει , μεγεθύνω
increase in bulk
aor subj act 3rd sg (epic)
μεγεθύ̱νει , μεγεθύνω
increase in bulk
pres ind mp 2nd sg
μεγεθύ̱νει , μεγεθύνω
increase in bulk
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεγεθοποιός — μεγεθοποιός, όν (Α) αυτός που καθιστά κάτι μεγάλο, που μεγεθύνει κάτι ως προς τις διαστάσεις του ή που προσδίδει μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, ύψος [«εὐγενέστατοι δ οὗτοι καὶ μεγεθοποιοὶ (ενν. οι δακτυλικοί ρυθμοί)» Λογγίν.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος +… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθυντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να μεγεθύνει, να μεγαλώνει κάτι: Για να διαβάσει τα μικρά γράμματα χρησιμοποίησε μεγεθυντικό φακό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”